πεντηκονταετής

πεντηκονταετής
-ές / πεντηκονταετής, -ές και αττ. τ. πεντηκονταέτης, -ες, θηλ. και πεντηκονταέτις, -ιδος, ΝΑ
1. αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, ο πενηντάρης
2. αυτός που διαρκεί πενήντα χρόνια ή αυτός που θεωρείται ότι θα διαρκέσει πενήντα χρόνια («πεντηκονταετής διαμάχη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -ετής / -έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντα-ετής / -έτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεντηκονταέτης — πεντηκονταετής fifty years old masc/fem acc pl (attic epic doric) πεντηκονταετής fifty years old masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πεντηκονταετής fifty years old masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκονταετής — fifty years old masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκονταέτη — πεντηκονταετής fifty years old neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πεντηκονταετής fifty years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πεντηκονταετής fifty years old masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκονταετεῖς — πεντηκονταετής fifty years old masc/fem acc pl πεντηκονταετής fifty years old masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκονταετές — πεντηκονταετής fifty years old masc/fem voc sg πεντηκονταετής fifty years old neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκονταετοῦς — πεντηκονταετής fifty years old masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκονταέτους — πεντηκονταετής fifty years old masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκονταετία — η, ΝΑ [πεντηκονταετής] χρονική περίοδος πενήντα συνεχών ετών, η πεντηκονταετηρίδα αρχ. η ηλικία ή το διάστημα πενήντα ετών …   Dictionary of Greek

  • ՅԻՍՆԱՄԵԱՆ — (ենի, ից.) NBH 2 0360 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա.գ. πεντηκονταετής quadraginta anos natus. Որ ունի զամս յիսուն. յիսուն ամաց. իտսուն տարեկան՝ տարւան. *Մինչեւ ցյիսնամեանս: Ի յիսնամենից՝ ʼի բաց կացցեն ʼի պաշտամանէ անտի. Թուոց. ՟Դ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”